Ματαιόδοξος στα γαλλικά

Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infructueux, suffisant, futile, fat, vain, stérile, glorieux, vide, inutile, vaniteux, prétentieux, vaniteuse, orgueilleux
Ματαιόδοξος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος

ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ματαιόδοξος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • μασώ στα γαλλικά - mastiquer, mâcher, mâchent, chiquer, mâchement, mâchons, remâcher, ...
  • ματαιοδοξία στα γαλλικά - vanité, futilité, fatuité, néant, présomption, suffisance, prétention, ...
  • ματαιότητα στα γαλλικά - suffisance, fatuité, vanité, futilité, néant, présomption, prétention, ...
  • ματαιώνω στα γαλλικά - embarrasser, drosser, entrecouper, interrompre, discontinuer, croiser, fleuret, ...
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: infructueux, suffisant, futile, fat, vain, stérile, glorieux, vide, inutile, vaniteux, prétentieux, vaniteuse, orgueilleux