Übertragen στα ελληνικά
Μετάφραση: übertragen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετατάσσω, μεταβίβαση, κουβαλώ, μεταναστεύω, διοχετεύω, μεταφέρω, μετάθεση, μεταδίδω, μεταγράφω, αποδημώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταβίβασης, τη μεταφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allokation στα ελληνικά - κατανομή, καταμερισμός, κλήρος, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- anwachsung στα ελληνικά - προσαύξηση, πρόσφυση, επικάθηση, προσαύξησης, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- bankverbindung στα ελληνικά - απεσταλμένος
- bewässerungsgraben στα ελληνικά - σκάβω, ανασκαφή, dig, σκάβουν, σκάψει
Τυχαίες λέξεις
Übertragen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετατάσσω, μεταβίβαση, κουβαλώ, μεταναστεύω, διοχετεύω, μεταφέρω, μετάθεση, μεταδίδω, μεταγράφω, αποδημώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταβίβασης, τη μεταφορά
Μεταφράσεις: μετατάσσω, μεταβίβαση, κουβαλώ, μεταναστεύω, διοχετεύω, μεταφέρω, μετάθεση, μεταδίδω, μεταγράφω, αποδημώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταβίβασης, τη μεταφορά