Λέξη: αποστολικός

Σχετικές λέξεις: αποστολικός

αποστολικός κανόνας

Μεταφράσεις: αποστολικός

αποστολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apostolic, of the Apostle

αποστολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apostólico, apostólica, apostolado, apostólicas

αποστολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
apostolisch, apostolischen, apostolische, apostolischer, Apostel

αποστολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apostolique, apostoliques, apostolat

αποστολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apostolico, apostolica, Sede Apostolica

αποστολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apostólico, apostólica, apostólicas, apostólicos

αποστολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apostolisch, apostolische, de apostolische, Apostolic

αποστολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
апостольский, усеченный, папский, апостольская, апостольской, апостольское, апостольского

αποστολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apostoliske, apostolisk, Apostolic, Det apostoliske, apostel

αποστολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apostolisk, apostoliska, apostolic, apostoliskt, den apostoliska

αποστολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paavillinen, paavin, apostolinen, apostolisen, apostolista, apostolisessa, apostoliseen

αποστολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apostolske, apostoliske, apostolisk, Apostolic, Apostolsk

αποστολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
apoštolský, apoštolská, apoštolské, apoštolskou, apoštolským

αποστολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apostolski, apostolska, apostolskie, apostolskiego, apostolskim

αποστολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apostoli, az apostoli, apostolok

αποστολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havariler ile ilgili, havarisel, Apostolik, apostolic, elçisel

αποστολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апостольський, папський, апостольську, апостольське, Апостольский, апостольського

αποστολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apostolik, apostolike, apostolike e, të krishtera apostolike, krishtera apostolike

αποστολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
папския, апостолски, апостолска, апостолското, апостолско, апостолската

αποστολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апостальскі, апостальскую, іх апостальскі, Апостальскай

αποστολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
apostellik, apostliku, apostlikus, apostlikku, apostelliku

αποστολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
apostolski, apostolska, apostolsko, apostolskom, apostolskog

αποστολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
postullega, postulleg, postullegu, postullegri, postullegur

αποστολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apaštalų, apaštališkasis, apaštališka, apaštališkoji, apaštalinė

αποστολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apostolisks, apustuļu-, Apostolic, apustulisko, apustulisku

αποστολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
апостолска, апостолски, Апостолските, апостолско, апостолската

αποστολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apostolic, apostolică, apostolice, apostolica, apostolică a

αποστολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apostolski, apostolsko, apostolska, apostolske, apostolskega

αποστολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
apoštolský, apoštolov, apoštolského, apoštolským, apoštolskú
Τυχαίες λέξεις