Abfüllend στα ελληνικά
Μετάφραση: abfüllend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, η εμφιάλωση
Μεταφράσεις
- abführmittel στα ελληνικά - καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού
- abführung στα ελληνικά - εξάτμιση, εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
- abfüllerfirma στα ελληνικά - εμφιαλωτή, εμφιαλωτής, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως
- abgabe στα ελληνικά - φόρος, τιμολόγιο, δασμοί, φορολογώ, προβληματίζω, παραδίδω, δασμολόγιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Abfüllend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, η εμφιάλωση
Μεταφράσεις: χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, η εμφιάλωση