Λέξη: σπέρνω

Σχετικές λέξεις: σπέρνω

σπέρνω φασολάκια, σπέρνω καλαμπόκι, σπέρνω ρόκα, σπέρνω φακές, σπέρνω κουκιά, σπέρνω σπανακι, σπέρνω σπόρους ντομάτας, σπέρνω αρακά, σπέρνω ρεβύθια, σπέρνω πατάτες

Συνώνυμα: σπέρνω

σπείρω, σποριάζω

Μεταφράσεις: σπέρνω

σπέρνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sow, seed, I sow

σπέρνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semen, semilla, puerca, sembrar, simiente, cerda, grano, cochina, cerdas, siembra

σπέρνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
samen, sau, same, saat, saatgut, einsäen, aussäen, sperma, Sau, säen, Sauen, sow

σπέρνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
semence, semailles, pépin, sèment, ensemencer, ensemencez, truie, grain, ensemencent, semez, sperme, semons, graine, ensemençons, semer, truies, la truie, sow

σπέρνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sperma, seme, troia, scrofa, semente, seminare, sow, scrofe, semina

σπέρνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entrever, plantar, porca, semear, semente, soviete, porcas, sow

σπέρνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zaad, sperma, keu, uitzaaien, zeug, zaaien, zeugen, sow, stallen

σπέρνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зерно, свинья, высевать, подсевать, хавронья, сиять, насаждать, свиноматка, источник, засевать, семечко, посеять, семеноводство, сеять, распространять, высеять, свиноматок, свиноматки

σπέρνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frø, purke, purka, Sow, sår, utførelseserklæringen

σπέρνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frö, sperma, säd, så, sugga, suggan, suggor, sår

σπέρνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emakko, siemenneste, emäsika, siemen, siementää, kylvösiemen, kylvää, sperma, sow, emakkoa, emakon

σπέρνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæd, så, frø, so, soen, soens, søer, sow

σπέρνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
semeno, zasít, sperma, rozsévat, vysít, semínko, osít, zrno, sít, svině, prasnice, prasnici, osévat

σπέρνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obsiewać, locha, zasiać, obsiać, nasienie, świnia, ziarnko, nasiennictwo, zalążek, piła, siać, posiew, nasionko, ziarno, maciora, sow, maciory

σπέρνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
koca, ondó, anyadisznó, emse, nőstény, kocák, kocára, kocát

σπέρνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meni, dane, sperma, tohum, ekmek, Sow, domuz, dişi domuz

σπέρνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насіння, насаджувати, засівати, посіяти, поширювати, свиня, свинья

σπέρνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farë, mbjell, të mbjellësh, mbjellësh, të mbjell, sow

σπέρνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сперма, семе, свиня, сея, свиня майка, посипвам, подстрекавам

σπέρνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
семя, зярно, свіння, сьвіньня

σπέρνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külvama, iva, emis, emise, külvata, emiste, emiselt

σπέρνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posuti, zrno, očistiti, krmača, poškropiti, posijati, klica, zasijati, sijati, zasijavaj, posijao

σπέρνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sá, fræ, sáir, SÁUM, sáir lifnar

σπέρνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
semen, sperma

σπέρνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kiaulė, sėkla, sperma, sėti, paršavedė, paršavedės, pasėti

σπέρνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cūka, sēt, sēkla, sivēnmāte, sivēnmātei, sivēnmātes, sivēnmātei paredzētā

σπέρνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сее, сеат, свиња, свињата

σπέρνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sămânţă, spermă, scroafă, scroafe, scroafa, sow, semăna

σπέρνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seme, sít, sejati, jádro, svinja, svinjo, svinje, plemenska svinja, Sejete

σπέρνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sít, počiatok, semeno, prasnice, prasníc, prasnica, ošípané
Τυχαίες λέξεις