Λέξη: έκταση
Σχετικές λέξεις: έκταση
έκταση αθήνας, έκταση πάτρας, έκταση της ελλάδας, έκταση δήμων, έκταση ελληνικού, έκταση ελλάδας, έκταση κριμαίας, έκταση θεσσαλονίκης, έκταση ρωσίας, έκταση κρήτης
Συνώνυμα: έκταση
έμβαδο, σειρά, τάξη, αχτίνα, απόσταση, διακύμανση, εφικτή απόσταση, τέντωμα, φθάσιμο, πρόθεση, βλέψη, θέα, πεδίο δράσης, περιθώριο, φυλλάδιο, χώρα, πραγματεία, ηθικοθρησκευτικό φυλλάδιο, μέγεθος, διάδοση, σκέπασμα, τραπέζι, απλά, όριο, όρια, σκοπός, σημασία, επέκταση, διεύρυνση, διαστολή, εξάπλωση, αποτόνωση, μήκος, διεξοδικότης, διεξοδικότητα
Μεταφράσεις: έκταση
έκταση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extension, extent, area, scope, stretch, expanse
έκταση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
círculo, prolongación, amplificación, latitud, zona, área, área de, zona de, el área
έκταση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verlängerung, erweiterung, länge, anbau, verbreitung, durchwahl, ausdehnung, extension, ausweitung, ausbreitung, größe, ausmaß, allonge, umfang, Bereich, Fläche, Gebiet, Gegend, Raum
έκταση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rallonge, surface, allonge, prolongement, dimension, amplification, taux, propagation, taille, amplitude, rang, élargissement, grade, annexe, volume, périphérie, zone, région, domaine, espace
έκταση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prolungamento, ampiezza, area, zona, settore, un'area, zona di
έκταση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estenda, ampliar, extensão, estender, área, área de, zona, a área, região
έκταση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervoegsel, suffix, omvang, uitgebreidheid, gebied, ruimte, omgeving, oppervlakte, regio
έκταση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удлинитель, укрупнение, развитие, отсрочка, диапазон, пространство, объём, продление, увеличение, предоставление, протяженность, удлинение, протяжённость, расширение, приставка, вытягивание, площадь, область, зона, район, площади
έκταση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbygg, utvidelse, omfang, område, området
έκταση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vidd, område, omfång, area, området
έκταση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laajennus, jatke, suuruus, lisä, laajuus, ala, alue, alueen, alueella, alueelle
έκταση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
område, området, areal
έκταση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostranství, prodloužení, rozsah, rozměr, velikost, rozloha, prostor, protažení, stupeň, nastavení, rozšíření, plocha, nástavec, rozsáhlost, míra, přístavba, oblast, území, areál
έκταση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prolongata, zasięg, rozbudowa, wydłużenie, stopień, obszar, rozciągłość, rozległość, poszerzenie, rozciągniecie, rozszerzenie, oszacowanie, rozciągnięcie, nadbudówka, ekstensja, wydłużanie, powierzchnia, teren, strefa, okolica
έκταση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megnyúlás, mérték, mellékállomás, méret, hozzáépítés, kinyúlás, terület, területen, területén, területe, területet
έκταση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzama, genişleme, boy, büyüklük, kapsam, alan, alanı, Area, bölge, bölgesindeki
έκταση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ступінь, протяг, міра, протяжність, розвинення, розширення, надавання, простір, подовження, площа, площу, майдан, площадь, Поверхня
έκταση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zonë, fushë, zona e, sipërfaqe, zonë e
έκταση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
област, площ, зона, район, пространство
έκταση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плошчу, плошча, пляц
έκταση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pakkumine, laiendus, ulatus, lagendik, piirkond, ala, valdkonnas, piirkonnas, area
έκταση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opseg, dio, omjer, odvojak, mjera, nastavak, granica, produljenje, područje, površina, prostor, područja, area
έκταση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svæði, svæðið, svæðinu
έκταση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laipsnis, plotas, sritis, zona, zonos, teritorija
έκταση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
platība, zona, apgabals, laukums, rajons
έκταση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
област, простор, областа, подрачје, површина
έκταση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prelungire, întindere, propagare, zonă, zona, domeniu, zonă de, suprafata
έκταση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
míra, območje, površina, področje, območju, površino
έκταση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
linka, oblasť, oblasti, rozsah, stredisko, región
Στατιστικά δημοτικότητας: έκταση
Τυχαίες λέξεις