Abgeben στα ελληνικά

Μετάφραση: abgeben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, αναχαιτίζω, καρέ, ανακόπτω, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει
Abgeben στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgaskanal στα ελληνικά - αγωγό, αγωγός, αγωγού, αγωγών, πόρου
  • abgebaut στα ελληνικά - υποβαθμισμένων, υποβαθμισμένη, υποβαθμισμένα, υποβαθμισμένες, υποβαθμισμένο
  • abgebildet στα ελληνικά - έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
Τυχαίες λέξεις
Abgeben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, αναχαιτίζω, καρέ, ανακόπτω, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει