Λέξη: σφυρίχτρα

Σχετικές λέξεις: σφυρίχτρα

σφυρίχτρα υπερήχων για σκύλους, σφυρίχτρα εξάτμισης αυτοκινήτου, σφυρίχτρα fox, σφυρίχτρα σκύλου, σφυρίχτρα για τσίχλες, σφυρίχτρα fox 40, σφυρίχτρα για σκύλους, σφυρίχτρα υπερήχων για απομάκρυνση σκύλων, σφυρίχτρα εξάτμισης, σφυρίχτρα υπερήχων

Μεταφράσεις: σφυρίχτρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
whistle, a whistle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
silbar, pitar, pitido, silbato, pito, silbido, pitazo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfiff, pfeifen, pfeife, Pfeife, Pfiff
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
siffler, sifflement, sifflet, sifflent, coup de sifflet, arbitre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sibilo, fischio, fischietto, zufolare, whistle, fischia, fischio di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sussurrar, zumbido, sussurro, assobio, cochichar, assobiar, apito, apito do juiz, whistle, apito de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fluiten, gieren, gefluit, fluitje, fluit, fluitsignaal van de arbiter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присвистывать, просвистеть, свистеть, посвистеть, посвистывать, свистать, полустанок, свисток, свист, Свисток судьи, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plystre, fløyte, whistle, plystring, fløyta
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
visselpipa, vissla, matchen, avblåsning, whistle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viheltää, vihellellä, vihellys, suhista, vihellyspilli, pilli, viivyttämisestä, Erotuomari viheltää, pelin viivyttämisestä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fløjte, fløjt, dommerens fløjte havde lydt, fløjte havde lydt, whistle, fløjten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pískání, pískat, zahvízdat, hvízdat, píšťala, Rozhodčí odpískal, Hvizd, píšťalka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świszczeć, gwizdać, pogwizdywać, świstać, gwizd, gwizdek, świst, whistle, gwizdka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fütty, síp, sípot, whistle, megőrzésére helyezte a hangsúlyt, sípjába
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslık, düdük, düdüğü, whistle, ıslığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віст, свисток
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fishkëllej, fishkëllimë, bilbil, bilbilit, whistle
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свирка, свирката, изсвирване, подсвирна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свiсток, свісток, сьвісток
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sosin, sosistama, vile, hakata, kaitsma hakata, vilistama, vilet
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zviždati, zvižduk, zviždanje, zviždaljka, zvuk, zviždaljku u
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blístra, flautu, Whistle, flauta, flautan, kiss
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švilpukas, švilpynė, Whistle, Teisėjauti, Sukelti, Švilpuką
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svilpe, svilpot, svilpiens, whistle
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свирче, Свирчето, свиреж, свирката, судијата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluier, fluieră, fluierul, fluierat, fluierul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
piščalka, whistle, piščalko, piščalke, piščal
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
píšťala, pískať, píšťalka, píska, pískat
Τυχαίες λέξεις