Abgeschlagen στα ελληνικά
Μετάφραση: abgeschlagen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομακρυσμένος, απόμακρος, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeschirmt στα ελληνικά - περίβλημα, ασπίδα, θωρακισμένο, θωρακισμένη, θωράκιση, θωρακισμένα, προστατεύεται
- abgeschlachtet στα ελληνικά - σφάζονται, εσφάγησαν, σφαγεί, έχουν σφαγεί, που σφάζονται
- abgeschliffen στα ελληνικά - έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
- abgeschlossen στα ελληνικά - ολοκληρώνω, ολόκληρος, τελείωσε, περατώνω, πάνω, ερημικός, απομονωμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Abgeschlagen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, απόμακρος, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, απόμακρος, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη