Abhängen στα ελληνικά

Μετάφραση: abhängen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαρτώμαι, κλάπα, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
Abhängen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abhorchen στα ελληνικά - auscultate
  • abhänge στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
  • abhängend στα ελληνικά - ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτάται
  • abhängig στα ελληνικά - εξαρτώμαι, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Abhängen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαρτώμαι, κλάπα, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από