Λέξη: αδύνατον
Σχετικές λέξεις: αδύνατον
αδύνατον τ' αληθές λαθείν, φύσει αδύνατον, αδύνατον τον μηδέν πράττοντα πράττειν εύ, φυγείν αδύνατον, αδύνατον να κοιμηθώ - μάγια μελάγια, αδύνατο στίχοι
Μεταφράσεις: αδύνατον
αδύνατον στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impossible, not, not possible, unable, can not
αδύνατον στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
imposible, posible, imposibles, posible si, imposible que
αδύνατον στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unerträglich, unvorstellbar, ausgeschlossen, unausstehlich, unerreichbar, unmöglich, nicht, nicht möglich, möglich
αδύνατον στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inimaginable, impossible, insupportable, intolérable, impossible sur, impossible de, impossibles, impossibilité
αδύνατον στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impossibile, possibile, impossibili, impossibilità, possibile su
αδύνατον στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impossível, pôr, impossíveis, possível, impossibilidade
αδύνατον στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbestaanbaar, onuitstaanbaar, uitgesloten, onmogelijk, onmogelijk op, onmogelijk op een, onmogelijk is, mogelijk
αδύνατον στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невыполнимый, возмутительный, немыслимый, невероятный, невозможно, нельзя, невозможным, невозможна, невозможен
αδύνατον στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umulig, mulig, umulige, umulig å, ikke mulig
αδύνατον στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omöjlig, omöjligt, omöjliga, möjligt, omöjligt att
αδύνατον στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sietämätön, mahdoton, kestämätön, suunnaton, mahdotonta, mahdottomaksi, voida, mahdollista
αδύνατον στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
umulig, umuligt, muligt, umulige, ikke muligt
αδύνατον στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemožný, nemožné, možné, nelze
αδύνατον στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemożliwy, nieprawdopodobny, niemożliwe, możliwe, niemożliwa
αδύνατον στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lehetetlen, lehetetlenné, lehetséges, lehet
αδύνατον στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekilmez, imkansız, mümkün, imkansızdır, imkânsız, olanaksız
αδύνατον στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неможливість, неможливо, неможливе, можна, не можна
αδύνατον στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pamundur, pamundur, e pamundur, të pamundur, pamundur për
αδύνατον στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невъзможно, възможно, невъзможна, невъзможен, е невъзможно
αδύνατον στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
немагчыма, немагчымае, нельга
αδύνατον στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimatu, võimatuks, võimalik, ole, ole võimalik
αδύνατον στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smiješan, neostvarljivo, nemoguće, nemogućim, nemoguć, moguće, je nemoguće
αδύνατον στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afleitur, ómögulegt, hægt, ekki hægt, ógerlegt, útilokað
αδύνατον στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neįmanomas, neįmanoma, negalima, įmanoma, negali
αδύνατον στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neiespējams, iespējams, neiespējami, nav iespējams, neiespējamu
αδύνατον στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невозможно, невозможна, невозможен, возможно, е невозможно
αδύνατον στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imposibil, imposibilă, imposibil de, imposibila, imposibile
αδύνατον στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nemožné, nemogoč, nemogoče, nemogoča, mogoče, ni mogoče
αδύνατον στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
možný, nemožné, nemožný, možné, nemožno, nie je možné