Ablenken στα ελληνικά
Μετάφραση: ablenken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκκλίνω, στροφή, καμπυλώνεται, σκύβω, αποσπώ, εκτρέπω, γέρνω, διασπώ, αποσπάσει, αποσπούν την προσοχή, αποσπά την προσοχή, αποσπάσει την προσοχή, αποσπούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ableitungskanal στα ελληνικά - κανάλι, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
- ablenkbar στα ελληνικά - distractible
- ablenkend στα ελληνικά - αντιπερισπασμού, παρακαμπτήριες, αντιπερισπασμό, των παρακαμπτηρίων, παρακαμπτηρίων
- ablenkspule στα ελληνικά - εκτροπή, εκτροπής, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, απόκλιση
Τυχαίες λέξεις
Ablenken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκκλίνω, στροφή, καμπυλώνεται, σκύβω, αποσπώ, εκτρέπω, γέρνω, διασπώ, αποσπάσει, αποσπούν την προσοχή, αποσπά την προσοχή, αποσπάσει την προσοχή, αποσπούν
Μεταφράσεις: παρεκκλίνω, στροφή, καμπυλώνεται, σκύβω, αποσπώ, εκτρέπω, γέρνω, διασπώ, αποσπάσει, αποσπούν την προσοχή, αποσπά την προσοχή, αποσπάσει την προσοχή, αποσπούν