Λέξη: εργοδηγός

Σχετικές λέξεις: εργοδηγός

εργοδηγός δομικών έργων, εργοδηγός μηχανικός εγκαταστάσεων, εργοδηγός english, εργοδηγός μηχανολόγος, ζητείται εργοδηγός, εργοδηγός μετάφραση, χημικόσ εργοδηγόσ

Συνώνυμα: εργοδηγός

γεροχωριάτης, επιστάτης, γερών, γερών χωρικός, αρχιεργάτης

Μεταφράσεις: εργοδηγός

εργοδηγός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foreman, gaffer, a foreman, foremen, team leader

εργοδηγός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patrón, capataz, jefe, dueño, amo, Gaffer, Tío, míster, jefe de eléctricos

εργοδηγός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorarbeiter, meister, chef, polier, Oberbeleuchter, gaffer, Beleuchter Bühnenbau, Beleuchter

εργοδηγός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maître, chef, contremaître, patron, chef-électricien, gaffer, chef électricien

εργοδηγός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
padrone, compare, elettricista, gaffer

εργοδηγός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
senhor, patrão, capataz, velhote, gaffer

εργοδηγός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baas, meester, heer, ploegbaas, ouwe baas, Gaffer, Gaffer van, gaffers

εργοδηγός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
техник, мастер, бригадир, прораб, десятник, старик, дедушка, осветитель, дяденька, светооператор

εργοδηγός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gaffer, Gaffa, manageren, gaffa, på Gaffer

εργοδηγός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förman, gubbe, Elektriker, Gaffer, Filmelektriker

εργοδηγός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työnjohtaja, esimies, ukko, Valaisija, pomo, Gaffer

εργοδηγός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
boss, chef, formand, gaffer, gaffa

εργοδηγός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mistr, šéf, starý muž, gaffer, osvětlovač

εργοδηγός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadzorca, sztygar, przodownik, brygadzista, starosta, mistrz, kierownik, brygadier, staruszek, gaffer, nadzorujący robotnik

εργοδηγός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öregapó, Tata, Gaffer, fővilágosító

εργοδηγός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
moruk, Gaffer, Efendin, elektrikçi, ihtiyar

εργοδηγός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
технік, бригадир, майстре, майстер, виконроб, старий, старик, дід, дідусь

εργοδηγός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhaxha, kryepunëtor, xhaxho

εργοδηγός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осветител, дядка, чорбаджия, работодател, надзирател

εργοδηγός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, стары чалавек, дзед

εργοδηγός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eestööline, töödejuhataja, kubjas, ätt, Vanamehel, Vanamehel on, valgustaja

εργοδηγός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadzornik, starčić, električar u filmskom studiju, filmskom studiju

εργοδηγός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gaffer

εργοδηγός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meistras, šeimininkas, seniūnas, viršininkas, tėvukas, darbdavys, senis, Staruszek, apšvietėjas

εργοδηγός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzņēmējs, boss, saimnieks, meistars, vectētiņš, uzraugs, desmitnieks, vectēvs

εργοδηγός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
старче, светло, Менхетен, работодавач

εργοδηγός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patron, bătrân simpatic, gaffer, șef al unei echipe de muncitori

εργοδηγός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Mojster, mojster luči, Starčić, tkaninasti lepilni, Gaffer

εργοδηγός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predák, starý, old, staré
Τυχαίες λέξεις