Διασπώ στα γερμανικά
Μετάφραση: διασπώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablenken, spalten, rive
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασπώ
διασπώ συνώνυμα, διασπώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, διασπώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διασπείρω στα γερμανικά - durchsetzen, setzen, zusetzen, durchzusetzen, treuen
- διασπορά στα γερμανικά - dispersion, feinverteilung, vertrieb, distribution, zerstreuung, Dispersion, Dispersions, ...
- διαστέλλω στα γερμανικά - erweitern, dehnen, dilatieren, erweitern sich, weiten sich
- διασταλτός στα γερμανικά - dilatable, dehnbare, dehnbar, dilatierbare, dilatierbaren
Τυχαίες λέξεις
Διασπώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ablenken, spalten, rive
Μεταφράσεις: ablenken, spalten, rive