Abnutzung στα ελληνικά

Μετάφραση: abnutzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυχή, φθορά, φορώ, τριβή, απόξεση, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Abnutzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abnutzen στα ελληνικά - φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί
  • abnutzend στα ελληνικά - φθείρει, φθορά, φθαρεί, φθείρονται, φθείρεται
  • abnützung στα ελληνικά - φθορά, τριβή, αμυχή, απόξεση, φορούν, φοράτε, φορέσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Abnutzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυχή, φθορά, φορώ, τριβή, απόξεση, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν