Λέξη: ακρώνυμο

Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο

ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε

Μεταφράσεις: ακρώνυμο

ακρώνυμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acronym, abbreviation, an acronym, acronym of, initials

ακρώνυμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acrónimo, siglas, sigla, acrónimo de, el acrónimo

ακρώνυμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abkürzung, akronym, Akronym, Abkürzung, Acronym, Kürzel

ακρώνυμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raccourcie, sigle, abrégé, abréviation, raccourci, acronyme, l'acronyme, acronym

ακρώνυμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbreviamento, sigla, acronimo, dell'acronimo, Acronym

ακρώνυμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acrônimo, Sigla, acrónimo, acronym, sigla em

ακρώνυμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acroniem, afkorting, acronym, letterwoord, acroniem toe

ακρώνυμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акроним, сокращенного, Сокращение, аббревиатура, аббревиатурой

ακρώνυμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akronym, forkortelse, forkortelsen, akronymet, acronym

ακρώνυμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akronym, förkortning, förkortningen, akronymen, acronym

ακρώνυμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhennys, akronyymi, lyhytnimi, lyhenne sanoista, lyhennettä, lyhenteellä

ακρώνυμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akronym, forkortelse, akronymet, forkortelsen, acronym

ακρώνυμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkratka, akronym, zkratkou, zkratku, akronymem

ακρώνυμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrótowiec, skrót, akronim, acronym, skrótem, akronimem

ακρώνυμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mozaikszó, betűszó, rövidítése, rövidítés, betűszava

ακρώνυμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısaltması, kısaltma, kısaltmasıdır, kısaltmadır, kýsaltmasý

ακρώνυμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акронім, акроним

ακρώνυμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akronim, shkurtesë, acronym, shkurtimi, akronimin

ακρώνυμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акроним, съкращение, акроним на, съкращението, акронима

ακρώνυμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акронім

ακρώνυμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akronüüm, mäenimi, acronym, akronüümi, lühend, lühendi

ακρώνυμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kratica, skraćenica, akronim, Skraćeni naziv

ακρώνυμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammstöfun, skammstöfun sem, skammstöfun fyrir, er skammstöfun

ακρώνυμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akronimas, santrumpa, trumpinys, akronimą, sutrumpinimas

ακρώνυμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akronīms, saīsinājums, akronīms terminam, akronīmu

ακρώνυμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акроним, акронимот, кратенка, кратенката, акроним се

ακρώνυμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acronim, acronimul, acronym, Abreviere, sigla

ακρώνυμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Okrajšava, akronim, kratica, acronym

ακρώνυμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akronym, skratka, skratku, akronymom, akronymu
Τυχαίες λέξεις