Abonnement στα ελληνικά

Μετάφραση: abonnement, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδρομή, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή
Abonnement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abnützung στα ελληνικά - φθορά, τριβή, αμυχή, απόξεση, φορούν, φοράτε, φορέσει, ...
  • abonnements στα ελληνικά - Συνδρομές, τις συνδρομές, Εγγραφές, Οι εγγραφές, Οι συνδρομές
  • abonnent στα ελληνικά - αναγνώστης, συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
Τυχαίες λέξεις
Abonnement στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδρομή, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή