Abschneiden στα ελληνικά

Μετάφραση: abschneiden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπή, κόβω, κόψιμο, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Abschneiden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abschlüsse στα ελληνικά - οικονομικές καταστάσεις, οικονομικών καταστάσεων, δημοσιονομικές καταστάσεις, των οικονομικών καταστάσεων, τις οικονομικές καταστάσεις
  • abschneidend στα ελληνικά - κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει
  • abschnitt στα ελληνικά - τμήμα, άρθρο, τομή, περίοδος, παράγραφος, επεισόδιο, διάστημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Abschneiden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπή, κόβω, κόψιμο, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη