Abtrennen στα ελληνικά
Μετάφραση: abtrennen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκόβω, κλαδεύω, κόβω, διακοπή, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Μεταφράσεις
- abtreibungsgegner στα ελληνικά - antiabortion
- abtreibungsgegnerin στα ελληνικά - άμβλωση, έκτρωση, άμβλωσης, την άμβλωση, η άμβλωση
- abtrennung στα ελληνικά - διαχωρισμός, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
- abtretbar στα ελληνικά - μεταβιβάσιμα, μεταβιβάσιμες, μεταβιβάζονται, κινητές, μεταβιβάσιμων
Τυχαίες λέξεις
Abtrennen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκόβω, κλαδεύω, κόβω, διακοπή, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Μεταφράσεις: αποκόβω, κλαδεύω, κόβω, διακοπή, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει