Affektiertheit στα ελληνικά
Μετάφραση: affektiertheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόζα, εκζήτηση, ποζάρω, επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Μεταφράσεις
- affektierte στα ελληνικά - επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- affektierten στα ελληνικά - επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- affektiv στα ελληνικά - συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικών, συναισθηματικής, συναισθηματικό
- affektive στα ελληνικά - συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικών, συναισθηματικής, συναισθηματικό
Τυχαίες λέξεις
Affektiertheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόζα, εκζήτηση, ποζάρω, επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Μεταφράσεις: πόζα, εκζήτηση, ποζάρω, επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση