Λέξη: απογοητεύω
Σχετικές λέξεις: απογοητεύω
απογοητεύω στα αγγλικα
Μεταφράσεις: απογοητεύω
απογοητεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frustrate, disappoint, disappointing
απογοητεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desencantar, defraudar, frustrar, decepcionar, desengañar, desilusionar, decepcionará, decepcionar a
απογοητεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchkreuzen, belästigen, quälen, enttäuschen, enttäuscht, nicht enttäuschen, zu enttäuschen
απογοητεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défriser, décevoir, entrecroiser, hybrider, frustrent, déjouer, frustrez, frustrer, anéantir, contrarier, tromper, frustrons, désappointer, trahir, décevra, déçoit, décevoir les
απογοητεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deludere, deluderà, delude, deluso
απογοητεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decepcionar, frustrar, desapareça, aguar, frustre, fruta, desaparecer, decepcione, desiludir, desapontar, desapontou, decepcionou
απογοητεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegenvallen, teleurstellen, frustreren, ontgoochelen, teleur, teleur te, teleurgesteld
απογοητεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нарушать, расстраивать, обманывать, разочаровывать, лишать, срывать, разочаровать, разочарует, разочаровал, разочаровывает
απογοητεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skuffe, skuffet, skuffer
απογοητεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svika, gäcka, besviken, dig besviken, besvikna, att svika
απογοητεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pettyä, pilata, pettymystä, petä, pettää, pettymyksen, pettymys
απογοητεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skuffe, udnyttet, skuffer, skuffede
απογοητεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zklamat, zmařit, zhatit, zkřížit, nezklame, zklamu, nezklamou, nezklamal
απογοητεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udaremnić, rozchwiać, sfrustrować, udaremniać, zawieść, zawodzić, krzyżować, rozczarowywać, zniweczyć, rozczarować, frustrować, zawodzi, zawiedzie, rozczaruje
απογοητεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghiúsult, csalódást okoz, csalódást, csalódást okozni, okoz csalódást, okozott csalódást
απογοητεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayal kırıklığına uğratmak, hayal kırıklığına, hayal kırıklığı, hayal, kırıklığı
απογοητεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розчарувати, розчаруйте, розстройте, розчаровувати, дурити, засмучувати
απογοητεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhgënjej, gaboj, gaboi, të zhgënjej, të gaboj
απογοητεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разочаровам, пропусна, разочарова, разочароваме, разочароват
απογοητεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расчароўваць
απογοητεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pettumust valmistama, reeda, pettumust, petta, reedab
απογοητεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prevariti, remetiti, uništiti, razočarati, razočarao, razočarava, iznevjeriti, postiđuje
απογοητεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vonbrigðum, svip, á svip, valda þér vonbrigðum, valda vonbrigðum
απογοητεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuvilti, radęs, nenuvils, nuvilia, nenuvilti
απογοητεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievilt, vilties, vilšanos, apbēdināt
απογοητεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разочараме, разочара, разочарам, разочараат, ги разочараме
απογοητεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezamăgi, ratat, dezamăgesc, dezamagi, dezamăgească
απογοητεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razočarala, razočarati, razočarali, razočaral, razočara
απογοητεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklamať, zlyhať
Τυχαίες λέξεις