Λέξη: διαβολικός

Σχετικές λέξεις: διαβολικός

διαβολικός στίχος, διαβολικός επισκέπτης

Συνώνυμα: διαβολικός

καταχθόνιος, σατανικός, μόρτικος

Μεταφράσεις: διαβολικός

διαβολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heinous, impish, devilish, fiendish, diabolical, hellish

διαβολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enorme, travieso, endiablado, traviesa, pícara, pícaro

διαβολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abscheulich, ruchlos, schelmisch, schelmischen, impish, verschmitzten, schelmisches

διαβολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
odieux, abominable, abject, atroce, infect, détestable, nauséabond, rebutant, dégoûtant, horrible, hideux, répugnant, exécrable, espiègle, malicieux, malicieuse, mutine, mutin

διαβολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
odioso, impish, birichino, malizioso, sbarazzino, birichina

διαβολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endiabrado, irrequieto, travesso, impish, moleque

διαβολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schalks, ondeugende, schelmse, impish, ondeugend

διαβολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злодейский, ужасный, отвратительный, гнусный, шаловливый, проказливый, озорной, озорная, ехидный

διαβολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
impish, ondskapsfulle, skøyeraktig, ondskaps

διαβολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
impish, okynniga

διαβολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallaton, impish, ilkikurinen, pahankurinen, ilkikurista

διαβολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drilske, impish, skælmsk, skælmske, gavtyveagtig

διαβολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
protivný, hnusný, nenáviděný, rozpustilý, šelmovský, uličnický, šibalský, škádlivý

διαβολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrzydliwy, ohydny, potworny, nienawistny, haniebny, figlarny, psotny, impish

διαβολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gonoszkodó, huncut, pajkos, hamiskás, pajzán

διαβολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
afacan, impish, yaramaz, haylaz, cin gibi

διαβολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жахливий, пустотливий, пустотливе, пустотлива, дещо пустотливий

διαβολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i djallëzuar, djallëzuar, çamarrok, shejtan

διαβολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палав, дяволит, дяволито, закачлив, дяволита

διαβολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарэзлівы

διαβολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jälk, nurjatu, üleannetu, põrgulisetaoline, Ilkikurinen, Pahankurinen, Vallaton

διαβολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvratan, vraški, vragolast, nestašan, đavolski, vragoljast

διαβολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
impish

διαβολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padykęs, nutrūktgalviškas, Echidna, išdykėliškas, Draiskulīgs

διαβολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķelmīgs, draiskulīgs

διαβολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
немирен

διαβολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neastâmpărat, impish, neastamparat, poznaș

διαβολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nestašan

διαβολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnusný, ohavný, roztopašného, roztopašný, rozpustil, rozpustilý, samopašný
Τυχαίες λέξεις