Allmählich στα ελληνικά
Μετάφραση: allmählich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμιαίος, βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Μεταφράσεις
- allmächtig στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, παντοδύναμου, παντοδύναμοι
- allmächtige στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοκράτορας, Παντοδύναμο, Παντοδύναμου, Παντοκράτορα, ο Παντοδύναμος
- allokation στα ελληνικά - κατανομή, καταμερισμός, κλήρος, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- allonge στα ελληνικά - επέκταση, προέκταση, έκταση
Τυχαίες λέξεις
Allmählich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμιαίος, βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Μεταφράσεις: βαθμιαίος, βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως