Λέξη: ασελγής

Συνώνυμα: ασελγής

έκφυλος, λάγνος, πρόστυχος, σαρκικός, κνησμώδης, ανήθικος, ακόλαστος, ηδονικός, αισθησιακός, φιλήδονος

Μεταφράσεις: ασελγής

ασελγής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lewd, lascivious, libidinous, carnal, prurient

ασελγής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lascivo, lujurioso, lasciva, lascivos, lascivas, lascivious

ασελγής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unzüchtig, liederlich, lasziv, lasziven, laszive, lüsternen, lüstern

ασελγής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lubrique, lascif, sale, obscène, ordurier, paillard, lascive, lascives, lascifs

ασελγής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osceno, lascivo, lasciva, lascivi, lascive, lascivious

ασελγής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lascivo, lasciva, lascivious, lascivos, lascivas

ασελγής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wulps, wellustig, wulpse, wellustige

ασελγής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непристойный, развратный, похотливый, распутный, похотливыми, сладострастный, похотливой, похотливым

ασελγής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vellystig, lidderlig, lysten, vellystige

ασελγής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vällustig, liderliga, lustfyllt, lider, liderligt

ασελγής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irstas, himokas, rietas, lascivious, irstaita, hekumallisia

ασελγής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pirrende, seksuelt pirrende, liderlig, lystne, liderlige

ασελγής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sprostý, obscénní, oplzlý, lascivní, necudný, necudné, smyslný

ασελγής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jurny, niemoralny, bezwstydny, lubieżny, sprośny, lascivious, lubieżne, zmysłowy

ασελγής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
buja, parázna, kéjvágyó, a buja, kéjsóvár

ασελγής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehvetli, şehvet uyandırıcı, şehvet düşkünü, lascivious, şehvetdolu

ασελγής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стягнути, обкладання, стягувати, оподаткування, хтивий, похітливий, пожадливі

ασελγής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epshor, epsharak, epshndjellës

ασελγής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сладострастен, похотлив, похотливи, похотливо, сладострастни

ασελγής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
юрлівы, пажадлівы

ασελγής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ihar, ropp, lõbujanuline, kiimalist, Irstas, Himokas, himura

ασελγής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepristojan, pohotan, lascivnim, lascivan, pohotljiv, pohotno

ασελγής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lascivious

ασελγής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gašlus, Zmysłowy, Baudkārs, Lubieżny

ασελγής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baudkārs, kairs

ασελγής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престапни, сладострасни, ласцивно, сладострастен

ασελγής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lasciv, lasciva, lascive, lascivă, obscenă

ασελγής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Lascivan

ασελγής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oplzlý, lascívne, lascívna
Τυχαίες λέξεις