Aneignung στα ελληνικά
Μετάφραση: aneignung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, υιοθεσία, σφετερισμός, υιοθέτηση, απόκτηση, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aneignen στα ελληνικά - σφετερίζομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
- aneignungen στα ελληνικά - πιστώσεις, πιστώσεων, πιστώσεις που, πιστώσεων που, των πιστώσεων
- anekdote στα ελληνικά - ανέκδοτο, το ανέκδοτο, ανέκδοτο που, ανέκδοτου, ανέκδοτο για
Τυχαίες λέξεις
Aneignung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, υιοθεσία, σφετερισμός, υιοθέτηση, απόκτηση, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης
Μεταφράσεις: απόκτημα, υιοθεσία, σφετερισμός, υιοθέτηση, απόκτηση, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης