Λέξη: βασικός
Σχετικές λέξεις: βασικός
βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μέτοχος, βασικός κανονισμός επίγειας εξυπηρέτησης, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει, βασικός μισθός 2014, βασικός μεταβολισμός, βασικός μισθός 2014 καθαρά
Συνώνυμα: βασικός
θεμελιώδης, πρωταρχικός, πρώτος, στοιχειώδης, αρχικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω
Μεταφράσεις: βασικός
βασικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
staple, basic, primary, fundamental, underlying, main
βασικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grapa, básico, básica, base, de base, básicos
βασικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klammern, heftklammer, heftklamme, krampe, hauptzeugnis, Grund-, Basic, Grund, grundlegenden
βασικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fil, parenthèse, agrafe, agrafer, filament, fibre, fondamental, boucle, attache, essentiel, coudre, crampon, de base, base, fondamentale, basique
βασικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di base, base, fondamentale, quella di base, semplice
βασικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padrão, grampo, básico, base, de base, básica, básicos
βασικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kramp, nietje, haakje, klamp, fundamenteel, basis-, basisch, Basis, fundamentele
βασικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штапель, скоба, главный, гезенк, скрепка, штабелировать, штапельный, скобка, сырье, основной, основная, основным, базовый, базовая
βασικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunnleggende, basic, grunn, enkel, enkle
βασικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grundläggande, basisk, grund
βασικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakanen, nitoa, pääaines, kuitu, perustiedot, perus-, Perustietoa, Basic, perus
βασικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grundlæggende, basis-, grundforordningens, basis, basale
βασικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlákno, sponka, svorka, drátek, skoba, spona, hlavní, příchytka, sešít, basic, základní, Základni, základním, základního
βασικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
składowy, włókno, skład, skobel, podstawowy, klamra, zszywka, zszywać, zasadowy, podstawowe, podstawowa, podstawowym
βασικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legfontosabb, gyapotszál, állandó, gyapjúszál, rakodóhely, fémkapocs, alapvető, alap, az alap
βασικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temel, bazik, basit, temel bir
βασικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
основній, сировину, сировина, дужка, основний, основної, основною, основним
βασικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
themelor, bazë, themelore, kryesor, baze
βασικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скрепва, основен, основния, основна, основната, основно
βασικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асноўнай, асноўны, асноўнага, асноўная
βασικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põhikaup, toore, põhitoidus, põhi-, põhiline, põhilised, põhiliste, põhi
βασικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spajalica, skoba, osnovni, osnovna, temeljna, Temeljni, temeljno
βασικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undirstöðu, grunn, grundvallar, einföld
βασικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, pagrindinė, pagrindinio, pagrindinės, bazinis
βασικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamata, Basic, Pamatinformācija, bāzes, galvenais
βασικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
основните, основни, основната, основна, основен
βασικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de bază, bază, extinsă, baza, de baza
βασικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skoba, spona, sponka, osnovni, osnovna, osnovno, osnovne, temeljni
βασικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
basic
Στατιστικά δημοτικότητας: βασικός
Τυχαίες λέξεις