Λέξη: βασανιστήριο

Συνώνυμα: βασανιστήριο

ράφι, σχάρα, παχνί, κρεμαστάρι, φάτνη, βάσανο, βάσανος, μαρτύριο

Μεταφράσεις: βασανιστήριο

βασανιστήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rack, torture, torment, of torture, torture of

βασανιστήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
percha, estante, tortura, la tortura, torturas, de tortura, torturar

βασανιστήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
quälen, ständer, folterbank, gestell, zahnstange, foltern, Folter, Folterungen, Tortur, Qual

βασανιστήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supporter, crémaillère, rayon, étirer, torturer, tourmenter, martyriser, râtelier, portemanteau, tablette, bâti, étagère, torture, la torture, tortures, de torture, actes de torture

βασανιστήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tormentare, tortura, torture, la tortura, di tortura, della tortura

βασανιστήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tortura, a tortura, torturas, de tortura, da tortura

βασανιστήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rek, marteling, foltering, martelen, martelingen, folteringen

βασανιστήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разорение, мучить, штатив, истощать, иноходь, козлы, мучение, выцедить, дыба, рама, нестись, изнурять, решетка, сцеживать, подставка, стеллаж, пытки, пыток, пытка, пытках, пыткой

βασανιστήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reol, stativ, hylle, tortur, torturen, torturert

βασανιστήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tortyr, tortyren, av tortyr

βασανιστήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teline, piinapenkki, kiristää, hylly, seimi, kehys, piina, kidutus, kidutuksen, kidutusta, kidutukseen, kidutuksesta

βασανιστήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tortur, af tortur, for tortur, torturen

βασανιστήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ozubnice, stojan, trápit, napínat, mučit, regál, přihrádka, trpět, natahovat, věšák, polička, mučení, mučením, týrání, k mučení

βασανιστήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stojak, podpierać, torturować, zębatka, wieszak, półka, statyw, wyciągać, tortura, torturowanie, męka, tortury

βασανιστήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogasléc, poggyásztartó, jászolrács, tartókeret, kínvallatás, kínzás, a kínzás, kínzások, kínzást

βασανιστήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işkence, işkencenin, işkenceler, işkenceyi

βασανιστήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
расисти, тортури, катування, тортур, борошна

βασανιστήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
torturë, tortura, torturën, torturimi, torturimin

βασανιστήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стойка, изтезание, мъчение, изтезания, изтезанията, мъчения

βασανιστήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катаванні, катаваньні, катавання, катаванне, мукі

βασανιστήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanduma, traav, ribi, piinamine, piinamise, piinamist, piinamiseks, piinamiste

βασανιστήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iscrpljivati, polica, zupčanica, stalak, mučenje, mučenja, mučenju, tortura, torture

βασανιστήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pyndingum, pyndingar, pyntingar, pyntingum, pynta

βασανιστήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kankinimas, kankinimai, kankinimus, kankinimų

βασανιστήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spīdzināšana, spīdzināšanu, spīdzināšanas, spīdzināšanai

βασανιστήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тортура, тортурата, измачување, мачење, мачењето

βασανιστήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
portbagaj, chinui, tortură, tortura, torturii, de tortură, torturi

βασανιστήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
police, mučenje, mučenja, torture, mučenju, mučenjem

βασανιστήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
police, mučenia, mučenie, mučeniu, mučení, mučením
Τυχαίες λέξεις