Angesteckt στα ελληνικά
Μετάφραση: angesteckt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερωμένος, βρώμικος, μολυνθεί, μολυσμένα, έχουν μολυνθεί, μολύνθηκαν, μολύνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angestanden στα ελληνικά - στην ουρά, σε ουρά, βρίσκονται σε σειρά αναμονής, σε σειρά αναμονής, ουρά αναμονής
- angestaucht στα ελληνικά - ταραγμένος, αναστατώνω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
- angestellt στα ελληνικά - μισθοφορικός, βαλτός, μισθωτούς, μισθωτών, μισθωτή, μισθωτός, μισθωτοί
- angestellte στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Τυχαίες λέξεις
Angesteckt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος, μολυνθεί, μολυσμένα, έχουν μολυνθεί, μολύνθηκαν, μολύνονται
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος, μολυνθεί, μολυσμένα, έχουν μολυνθεί, μολύνθηκαν, μολύνονται