Λέξη: κολασμένος
Σχετικές λέξεις: κολασμένος
κολασμένος κορμός με 3 υλικά
Συνώνυμα: κολασμένος
καταραμένος
Μεταφράσεις: κολασμένος
κολασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damned
κολασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maldito, condenado, maldita, condenados, condenada
κολασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdammt, verflixt, beschädigt, verflucht, verdammte, verdammten, verdammter, verfluchte
κολασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
damnée, damnai, maudit, damnées, damnés, damna, damne, damnâmes, damnèrent, sacré, damné, maudite
κολασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maledetto, dannato, maledettamente, dannati, dannata
κολασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condenado, danado, maldito, maldita, condenados
κολασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdoemde, verdomd, verdoemden, verdomde, vervloekte
κολασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
треклятый, проклятый, отвратительный, окаянный, осужденный, чертовски, проклятых, проклятая
κολασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
damned, fordømte, forbannet, fordømt, forbannede
κολασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
damned, förbannade, förbannat, jävla, fördömda
κολασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirottu, Damned, pirun, kirottujen, kirotun
κολασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbandet, Damned, forbandede, fordømte, fordømt
κολασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prokletý, zatracený, zatraceně, zatracená, damned, zatracené
κολασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cholerny, przeklęty, cholernie, potępionych, przeklęta
κολασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
istenverte, fránya, átkozott, az átkozott, átkozottul, rohadt
κολασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lanetli, kahrolası, lanetlenmiş, lanet olası, Allah'ın belâsı
κολασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засуджений, триклятий, клятий, огидний, проклятий
κολασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dënuar, mallkuar, dënuar, mallkuarve, i mallkuar
κολασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проклет, проклета, проклето, проклетата, проклетия
κολασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пракляты
κολασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hukkamõistetud, neetud, kuradi, neetult, äraneetud
κολασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proklet, prokleti, prokleto, prokleta, vraški
κολασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fordæmdur, Damned
κολασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prakeiktas, pasmerktųjų, damned, the damned, pasmerktas
κολασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nolādēts, sasodīts, sasodīti, nolādētais
κολασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проклета, проколнатите, проклетата, клето, проклетава
κολασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
blestemat, al naibii, al naibii de, naibii, naibii de
κολασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
damned, prekleti, preklet, prekletih, prekleta
κολασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zatratený, prekliaty, zatracený, prekliate, hlúpe
Τυχαίες λέξεις