Λέξη: γαλατάς

Σχετικές λέξεις: γαλατάς

γαλατάς mtb race αποτελεσματα, γαλατάς πόρος, γαλατάς επάγγελμα, γαλατάς πελοποννήσου, γαλατάς mtb race 2014, γαλατάς χανίων, γαλατάς mtb race 2014 αποτελεσματα, γαλατάς mtb race, γαλατάς ηρακλείου, γαλατάς πόρος τιμή

Μεταφράσεις: γαλατάς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
milkman, Galatas, Galata, dairy man, of Galatas
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lechero, milkman, lechero de, repartidor de leche
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
milchmann, Milchmann, milkman, Milchmanns
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crémier, laitier, milkman, livreur de lait, laitier qui
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lattaio, milkman, il lattaio, lattaio di, del lattaio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leiteiro, milkman, pastor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
melkboer, melkman, milkman, melkman uit, melkslijter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дояр, молочник, Milkman, молочником, молочника
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
melkemannen, melke, milkman, melkemann, melkemannens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjölkutkörare, mjölkutkörarens, mjölkbud, mjölkbudet, milkman
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maitokauppias, maitomiehenä, maitomiehen, maitomiestä, maitomieheltä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mælkemand, mælkemanden, mælkemandens, milkman
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mlékař, mlíkař, dojič
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mleczarz, mleczarzem, milkman, mleczarza
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tejesember, tejkihordó, tejárus, tejesemberrel, a tejesember, tejes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sütçü, milkman, bilgesi sütçü, sağıcı adam, gelen sütçüyse
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молочниця, молочник, молочар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shitës qumështi, mjelëse, mjelës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дояч, млекар
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малочнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piimamees, piimamehe, piimamehena, Piim Kaupmees, Piim mees
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mljekar, muzilac
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mjólkurpósturinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pienininkas, Pieno pardavėjas, Mleczarz, pienvežys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piena pārdevējs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
млекарот, млекарите, млекар, млекар го, млекарите им
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lăptar, Milkman, lăptarului, Lăptarul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mlekar, milkman
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mliekar, mliekár
Τυχαίες λέξεις