Anhäufen στα ελληνικά
Μετάφραση: anhäufen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anhänglichkeit στα ελληνικά - εμμονή, ευλάβεια, αφοσίωση, αφοσίωσης, αφοσίωσή, την αφοσίωση
- anhängsel στα ελληνικά - παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
- anhäufend στα ελληνικά - συσσωρεύονται, πασσαλόπηξης, το καρφωμα, καρφωμα, πασσάλων
- anhäufung στα ελληνικά - σύναξη, συστοιχία, δέσμη, συσσώρευση, συρροή, σύμπλεγμα, μάτσο, ...
Τυχαίες λέξεις
Anhäufen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί