Anhöhe στα ελληνικά

Μετάφραση: anhöhe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόφος, ανάχωμα, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
Anhöhe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhäufung στα ελληνικά - σύναξη, συστοιχία, δέσμη, συσσώρευση, συρροή, σύμπλεγμα, μάτσο, ...
  • anhäufungen στα ελληνικά - πασσάλους, κατασκευές με πασσάλους, πασσαλώσεις, πασαλώσεις, πασσαλώσεων
  • anhöhen στα ελληνικά - ,
  • anhören στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
Τυχαίες λέξεις
Anhöhe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόφος, ανάχωμα, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ