Anordnung στα ελληνικά

Μετάφραση: anordnung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρρύθμιση, ρύθμιση, διάταξη, προσταγή, εντολή, κανονισμός, διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, παραγγέλλω, σχηματισμός, τακτοποίηση, παραγγελία, συμφωνία, ρύθμισης
Anordnung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anordnen στα ελληνικά - προσταγή, παραγγέλλω, ξεχωρίζω, παραγγελία, λέω, διηγούμαι, αφηγούμαι, ...
  • anordnungen στα ελληνικά - ρυθμίσεις, διευθετήσεις, ρυθμίσεων, διακανονισμούς, καθεστώς
  • anordnungsbefugnis στα ελληνικά - δικαιοδοσία, διευθέτηση, διάταξη, ρύθμιση, συμφωνία, ρύθμισης
Τυχαίες λέξεις
Anordnung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρρύθμιση, ρύθμιση, διάταξη, προσταγή, εντολή, κανονισμός, διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, παραγγέλλω, σχηματισμός, τακτοποίηση, παραγγελία, συμφωνία, ρύθμισης