Λέξη: δάκρυ
Σχετικές λέξεις: δάκρυ
δάκρυ που κυλά στο μαξιλάρι μου, δάκρυ στο γυαλί, δάκρυ του απάχη, δάκρυ του απάτσι, δάκρυ του πεύκου, δάκρυ αμπέλου, δάκρυ γυαλί, δάκρυ κλίση, δάκρυ της παναγίας, δάκρυ σοκολάτας
Μεταφράσεις: δάκρυ
δάκρυ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tear, teardrop, tears, a tear
δάκρυ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rasgar, romper, rasgadura, lágrima, desgarrar, rasgón, rasgarse, arrancar
δάκρυ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufbruch, reißen, träne, zerreißen, Riss, reiß
δάκρυ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déchirer, rompre, pleur, cueillir, déchirement, saccader, accroc, crever, tirer, fissure, déchirure, larme, tirailler, arracher, lacérer, se déchirer, la déchirure
δάκρυ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crepatura, dilaniare, rompere, strappare, squarciare, straziare, lacrima, stracciare, gocciola, lagrima, strappo, lacerare, squarcio, strapparsi, strappi
δάκρυ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equipe, dilacerar, romper, lágrima, rasgar, rasgo, rasgá, rasgue
δάκρυ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheur, vaneenscheuren, doorscheuren, scheuren, traan, rijten, verscheuren, scheurt
δάκρυ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дыра, раздирать, рвать, амортизация, мчаться, разрывать, прорываться, отдирать, оцарапать, сносить, выхватывать, неистовствовать, надрыв, оторваться, слеза, срывать, оторвать, разрыв
δάκρυ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rive, tåre, rift, revne, river, riv, å rive, rives
δάκρυ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slita, reva, tår, riva, river, sönder, sliter
δάκρυ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ratkoa, repeämä, juomingit, repäistä, kyniä, kyynel, raadella, ampaista, repiä, tear, revi, repivät, repeytyä
δάκρυ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåre, rive, river, stykker, at rive, i stykker
δάκρυ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slza, trhlina, přetrhnout, díra, roztrhnutí, vyrvat, roztržení, roztrhat, škubat, tahat, potrhat, trhat, rvát, roztrhnout
δάκρυ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedzierać, obrywać, rozedrzeć, drzeć, łzawienie, rwać, szarpać, nadedrzeć, łza, rozerwanie, rozdarcie, ukręcić, podrzeć, rozerwać, oderwać, podarcie, rozdzierać
δάκρυ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakadás, könnycsepp, folyadékcsepp, könny, csepp, szakad, tépje, szakadjon, tépni
δάκρυ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kopmak, yırtılmak, gözyaşı, yırtılma, yırtılmaya, tear, yırtıp
δάκρυ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкритикувати, зривати, вагатися, сльоза, розрив, рвати
δάκρυ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çjerr, lot, gris, lotsjellës, të heq, lotësjellës
δάκρυ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сълза, късам, разкъсвам, откъсне, скъса
δάκρυ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ірваць, рваць, драць, рвать, тузаць
δάκρυ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käristama, rebend, pisar, kiskuma, rebida, rebeneks, Repiä
δάκρυ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rastrgati, raskinuti, poderati, cijepati, kidati, suza, tear, razderati, ih rastrgaju
δάκρυ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rífa, tár, slíta, að rífa, ríf
δάκρυ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lacrima
δάκρυ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ašara, suplėšyti, neplyštų, įplyšimas, perplėšti
δάκρυ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asara, saplēst, plīsums, saplīst, pārplīst, saplosīt
δάκρυ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
солзата, солза, искине, раскинам, кинат, го уништи
δάκρυ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lacrimă, rupe, rupă, rupere, se rupă
δάκρυ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trgati, trganje, tear, solza, raztrga
δάκρυ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slza, slze, roztrhnutiu, roztrhnutia, roztrhnutie, deštrukčný, roztrhnutí