Anständig στα ελληνικά

Μετάφραση: anständig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζων, ευπρεπής, εύσχημος, σωστός, τετράγωνο, νισάφι, επαρκής, πλατεία, καθωσπρέπει, πρέπων, αξιοπρεπή, αξιοπρεπής, αξιοπρεπείς, αξιοπρεπές, αξιοπρεπούς
Anständig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anströmung στα ελληνικά - ροή, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
  • ansturm στα ελληνικά - βιαιοπραγία, επίθεση, τρέχω, επιτίθεμαι, επίθεσης, την επίθεση, σφοδρή επίθεση, ...
  • anständigkeit στα ελληνικά - ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
  • anstöße στα ελληνικά - αποτελέσει πηγή έμπνευσης, να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης, να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, πηγή έμπνευσης, αποτελέσουν πηγή έμπνευσης
Τυχαίες λέξεις
Anständig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζων, ευπρεπής, εύσχημος, σωστός, τετράγωνο, νισάφι, επαρκής, πλατεία, καθωσπρέπει, πρέπων, αξιοπρεπή, αξιοπρεπής, αξιοπρεπείς, αξιοπρεπές, αξιοπρεπούς