Λέξη: διαιτητής

Σχετικές λέξεις: διαιτητής

διαιτητής μπάκας, διαιτητής μάνταλος, διαιτητής μαχαίρωσε παίκτη και του έκοψαν το κεφάλι, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής σιδηρόπουλος, διαιτητής καλογερόπουλος, διαιτητής γουργιώτης, διαιτητής βραζιλία, διαιτητής τριτσώνης

Συνώνυμα: διαιτητής

κριτής, αγωνοδίκης, διαιτησία

Μεταφράσεις: διαιτητής

διαιτητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arbiter, referee, arbitrator, ref, ref is, whistle

διαιτητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
árbitro, colegiado, arbitro

διαιτητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sachbearbeiterin, referent, sachverständiger, schiedsmann, ringrichter, berichterstatter, kritiker, schiedsrichter, sachbearbeiter, sachverständige, Schiedsrichter, Schiedsrichters, Schiedsrichter zeigt

διαιτητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
juge, critique, arbitrer, arbitre, l'arbitre, arbitres

διαιτητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arbitro, arbitro mostra, arbitro che, arbitro non, arbitro mostra il

διαιτητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
árbitro, juiz, referee, juiz da, juiz da partida

διαιτητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheidsrechter, arbiter, referent

διαιτητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судить, законодатель, властитель, повелитель, арбитр, рефери, судья, обслуживать

διαιτητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dommeren at, dommeren at det

διαιτητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domaren, domare, domarens

διαιτητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erotuomari, tuomari, tuomarille, referee, tuomari ei

διαιτητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dommeren for, dommeren der, dommeren for at

διαιτητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhodčí, soudce, Hráč, rozhodčího, rozhodčí je

διαιτητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozjemca, arbiter, sędziować, sędzia, Sędzia, arbitrem, arbiter bez, Sędzie

διαιτητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játékvezető, bíró, a játékvezető, bíró nem, játékvezet

διαιτητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hakem, eleştirmen, hakem yardımcısından, olan hakem, hakemi, hakemin

διαιτητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
справлятися, передавати, скеровувати, арбітр, передати, суддя

διαιτητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arbitër, albitri, albitri i, arbitri, gjyqtari

διαιτητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдия, рефер, съдията, съдия по, арбитър

διαιτητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суддзя, судзьдзя

διαιτητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtunik, arbiiter, vahekohtunik, vaheisik, kohtuniku, referee, võrdlemise, võrdlemiseks

διαιτητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
arbitar, posrednik, sudac, vodit

διαιτητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómarinn, dómari, dómaranum, dómarinn til, dómaranum þegar

διαιτητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėjas, teisėjas be, arbitras

διαιτητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesnesis, nestuves, tiesnesim, tiesnesi, tiesneša

διαιτητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија, судијата му, судијата и, арбитар

διαιτητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arbitru, arbitrului, arbitrul, arbitru de

διαιτητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sodnik, Sodnik je, sodnik ni

διαιτητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodca, Rozhodcovia, rozhodcovské, rozhodcovský, rozhodcov

Στατιστικά δημοτικότητας: διαιτητής

Τυχαίες λέξεις