Antreiben στα ελληνικά
Μετάφραση: antreiben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωθώ, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antragsberechtigung στα ελληνικά - αιτούσα αρχή, αιτούσας αρχής, αιτούσης αρχής, αιτούσα αρχή για
- antragsteller στα ελληνικά - αιτών, προσφεύγουσα, προσφεύγουσας, αιτούντα, προσφεύγων
- antreibend στα ελληνικά - οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Τυχαίες λέξεις
Antreiben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωθώ, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: εξωθώ, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ