Atom στα ελληνικά
Μετάφραση: atom, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Μεταφράσεις
- atmungen στα ελληνικά - respirations, αναπνοών, αναπνοές
- atoll στα ελληνικά - κοραλλιογενές νησί, Atoll, ατόλλη, ατόλη, ατόλλης
- atomar στα ελληνικά - πυρηνικός, ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- atomares στα ελληνικά - ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
Τυχαίες λέξεις
Atom στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Μεταφράσεις: κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων