Ηλεκτροδοτώ στα αγγλικά

Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electrify, electrifies, electrified, powered, electric power, is electrified
Ηλεκτροδοτώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ

ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, ηλεκτροδοτώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ηλίθιος στα αγγλικά - asinine, idiot, stupid, fool, dumb, imbecile
  • ηλεκτρίζω στα αγγλικά - electrify
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα αγγλικά - electrocardiogram, ECG, the electrocardiogram, electrocardiograms, electrocardiography
  • ηλεκτρολόγος στα αγγλικά - electrician, electrical, an electrician, in Electrical, an electrical
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: electrify, electrifies, electrified, powered, electric power, is electrified