Auf στα ελληνικά

Μετάφραση: auf, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάνω, σε, άνω, προς, να, για, με
Auf στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aue στα ελληνικά - υδρομέλι, βοσκότοπος, Aue, Άουε
  • auerochse στα ελληνικά - εκτός, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
  • aufarbeitung στα ελληνικά - ανακαίνιση, εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, που εργάζονται, εργάσιμων
  • aufatmend στα ελληνικά - αναστεναγμό ανακούφισης, στεναγμό ανακούφισης, ανάσα ανακούφισης, ανακούφιση, ανασάνουν
Τυχαίες λέξεις
Auf στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάνω, σε, άνω, προς, να, για, με