Λέξη: ενέδρα

Σχετικές λέξεις: ενέδρα

ενέδρα (τάσου λειβαδίτη), ενέδρα θανάτου σε λιμενικούς με μία πετονιά, ενέδρα θανάτου σε 25χρονο, ενέδρα στον κώστα βαξεβάνη, ενέδρα στο σκλήθρο, ενέδρα στην οδό ομήρου, ενέδρα θανάτου καταγγέλλει η χρυσή αυγή, ενέδρα στο δημοσιογράφο κώστα βαξεβάνη, ενέδρα σε μοτοσυκλετιστές της διασ, ενέδρα αγνώστων στον κώστα βαξεβάνη

Μεταφράσεις: ενέδρα

ενέδρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambush, ambuscade, ambushed, an ambush, trap

ενέδρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asechar, acecho, emboscada, la emboscada, una emboscada, emboscadas, emboscada de

ενέδρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
falle, hinterhalt, überfallen, Hinterhalt, dem Hinterhalt, Überfall, ambush, den Hinterhalt

ενέδρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embûche, embuscade, piège, attrape, affût, guetter, embuscade tendue, embuscades, une embuscade

ενέδρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agguato, imboscata, appostamento, un'imboscata, ambush, imboscate

ενέδρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emboscada, ambush, emboscadas, de emboscada, tocaia

ενέδρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hinderlaag, ambush, achterlage, een hinderlaag

ενέδρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засада, основа, засады, засаду, засаде, засадой

ενέδρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakholdsangrep, bakhold, ambush, bakholdet, lur

ενέδρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bakhåll, fälla, bakhållet, bakhĺll, försåt

ενέδρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väijyä, väijytys, väijytyksessä, väijytyksen, ambush, väijyksissä

ενέδρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
baghold, bagholdsangreb, bagholdet, ambush

ενέδρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záloha, nástraha, číhaná, číhat, léčka, přepadení, přepad, ambush

ενέδρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaczaić, zasadzać, zasadzka, pułapka, czyhać, ambush, zasadzki, zasadzkę, zasadzce

ενέδρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leselkedés, rejtek, csapda, rajtaütés, lesben, csapdát, csapdaként

ενέδρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pusu, tuzak, ambush, tuzak kurmak

ενέδρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засада, засідка, засідку

ενέδρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pritë, pritës, pritës e, prita, pritë e

ενέδρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
засада, засадата, нападение, засади

ενέδρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
засада, засада на

ενέδρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varitsema, varitsus, varitsusrünnak, luurekoht, varitsusüksus, varitsuskoht, varitsuspaigast

ενέδρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasjeda, zasjedu, zasjedi, zasjede, namještena zasjeda

ενέδρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirsát, sitja, launsátursliðið, launsát, sátin

ενέδρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dolus

ενέδρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasala, Zasadzka, Ambush, pasalą

ενέδρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lamatas, paslēptuve, slazds, Ambush, uzglūnēt no paslēptuves

ενέδρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заседа, заседата, заседи, од заседа, заседа на

ενέδρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambuscadă, ambuscada, pândă, ambuscade, pîndă

ενέδρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ambush, zaseda, zasedo, zasedi, zasede

ενέδρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
číhať, nástraha, nástrahu
Τυχαίες λέξεις