Λέξη: ενήλικας

Σχετικές λέξεις: ενήλικας

ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, αυτιστικός ενήλικας

Μεταφράσεις: ενήλικας

ενήλικας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adult, adult is, an adult, adults, adults are

ενήλικας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adulto, adultos, de adultos, adulta, para adultos

ενήλικας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erwachsen, erwachsene, Erwachsene, Erwachsener, Erwachsenen

ενήλικας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mûr, adulte, adultes, des adultes, pour adultes, les adultes

ενήλικας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti

ενήλικας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulto, adultos, adulta, mediana, de adultos

ενήλικας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volwassen, groot, volgroeid, volwassene, adult, volwassenen, Erotische

ενήλικας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пожилой, совершеннолетний, взрослый, великовозрастный, для взрослых, взрослых, взрослого, взрослая

ενήλικας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voksen, voksne, voksent

ενήλικας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fullvuxen, vuxen, vuxna, en vuxen, för vuxna

ενήλικας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täysi-ikäinen, aikamies, aikuinen, aikaihminen, aikuisten, aikuisen, aikuista, aikuisille

ενήλικας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-

ενήλικας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zralý, dospělý, dospělých, dospělé, adult, dospělého

ενήλικας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli

ενήλικας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek

ενήλικας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin

ενήλικας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для

ενήλικας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve

ενήλικας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни

ενήλικας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
для

ενήλικας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel

ενήλικας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
punoljetan, odrastao, zreo, odrasla osoba, odraslih, odrasle, odrasla, za odrasle

ενήλικας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullorðinn, fullorðnum, fullorðna, fullorðinna, fullorðinsfræðslu

ενήλικας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
adultus

ενήλικας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suaugęs, suaugusiųjų, suaugusių, suaugusiems, suaugusiojo

ενήλικας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieaugušais, pieaudzis, pieaugušo, pieaugušā, pieaugušu, adult

ενήλικας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возрасни, за возрасни, возрасните, возрасен, на возрасни

ενήλικας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adult, adulți, adulților, pentru adulți, adulte

ενήλικας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odrasla oseba, odraslih, odrasle, za odrasle, odrasli

ενήλικας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dospelý, dospelé, dospelých
Τυχαίες λέξεις