Aufhören στα ελληνικά
Μετάφραση: aufhören, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ματαιώνω, αποβάλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufhängung στα ελληνικά - εναιώρημα, ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
- aufhäufend στα ελληνικά - συσσώρευση, συσσωμάτωση, τη συσσώρευση, συγκόλληση, συσσωμάτωσης
- aufkauf στα ελληνικά - απόκτημα, απόκτηση, αγοράζοντας, αγοράζει, εξαγορά, αγοράζουν έως, αγοράζουν έως και
- aufklappend στα ελληνικά - τείνει, τείνουν, τείνοντας, τάση, την τάση
Τυχαίες λέξεις
Aufhören στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ματαιώνω, αποβάλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: ματαιώνω, αποβάλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει