Aufklärung στα ελληνικά

Μετάφραση: aufklärung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέφωτο, ανίχνευση, αναγνώριση, αναγνωριστικός, εκκαθάριση, πληροφορίες, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
Aufklärung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufklärende στα ελληνικά - διαφωτιστικός, διαφωτιστική, διαφωτιστικό, διαφωτιστικές, διαφωτιστικά
  • aufklärer στα ελληνικά - πρόσκοπος, ανιχνεύω, ανιχνευτής, κατοπτευτής, spotter, εντοπισμού αλιευμάτων, φυσιογνωμιστής, ...
  • aufknöpfen στα ελληνικά - ξεκουμβώνω, ξεκουμπώνει, ξεκουμπώσει
  • aufknöpfend στα ελληνικά - unbuttoning
Τυχαίες λέξεις
Aufklärung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέφωτο, ανίχνευση, αναγνώριση, αναγνωριστικός, εκκαθάριση, πληροφορίες, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση