Λέξη: περιθωριακός

Σχετικές λέξεις: περιθωριακός

περιθωριακός συνωνυμα, περιθωριακός στα αγγλικα

Συνώνυμα: περιθωριακός

οριακός, του περιθωρείου, περιφερειακός, περιμετρικός

Μεταφράσεις: περιθωριακός

περιθωριακός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marginal, fringe, peripheral, outcast, a marginal

περιθωριακός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginales, marginal de, el marginal

περιθωριακός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marginal, randwert, Rand, Grenz, marginale, marginalen

περιθωριακός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginale, marginales, marginaux, le marginal

περιθωριακός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marginale, marginali, marg

περιθωριακός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginais

περιθωριακός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marginaal, marginale, randnummer, de marginale

περιθωριακός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малодоходный, переходящий, маргинальный, крайний, незначительный, несущественный, граничный, небольшой, краевой, допустимый, малорентабельный, предельный, предельная, маргинального, маргинальным

περιθωριακός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginale, marginalt, grense

περιθωριακός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marginell, marginella, marginal, marginalnummer, marginellt

περιθωριακός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyseenalainen, heikko, marginaalinen, reunanumeron, reunanumero, reunanumerossa, vähäinen

περιθωριακός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginale, randnr, marginalt

περιθωριακός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okrajový, marginální, mezní, okrajové, okrajová

περιθωριακός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzeżny, poboczny, brzegowy, krańcowy, marginalny, marginesowy, marginalne, marginalna, marginalną

περιθωριακός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lapszéli, marginális, aktív, elhanyagolható, csekély, széli

περιθωριακός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
marjinal, kenar, marjinal bir, marginal

περιθωριακός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смуга, край, поле, межа, граничний

περιθωριακός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anësor, margjinale, margjinal, marxhinale, anësore

περιθωριακός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маргинален, пределен, пределната, пределното, пределния

περιθωριακός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гранічны, лімітавы, межавы, крайні, максімальны

περιθωριακός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiripealne, tähtsusetu, marginaalne, marginaalsed, marginaalse, äärenumbri, marginaalseks

περιθωριακός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rubni, granični, granična, marginalna, marginalni, marginalan

περιθωριακός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lélegur, brúnum, jaðarsvæðum, jaðar, lítils háttar

περιθωριακός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ribinis, nežymus, nedidelis, ribinė, ribinio

περιθωριακός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
margināls, nenozīmīga, margināla, uz nakti, maznozīmīgs

περιθωριακός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маргинална, маргинални, маргиналните, маргинално, маргинален

περιθωριακός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marginal, marginală, marginale, marginala, marginală a

περιθωριακός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vranični, menzi, obrobna, obroben, mejni, obrobnega, obrobno

περιθωριακός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hraniční, okrajový, okrajovú, marginálny, len okrajový, okrajovo
Τυχαίες λέξεις