Auflehnend στα ελληνικά
Μετάφραση: auflehnend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αηδιαστικός, επαναστατικός, επαναστατούν, επαναστατώντας, επαναστατεί, εξεγειρόμενοι, εξεγείρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auflegung στα ελληνικά - προσήλωση, χρήση, εφαρμογή, αίτηση, αρχή, έναρξη, Inception, ...
- auflehnen στα ελληνικά - εξέγερση, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, επαναστάτη
- auflehnende στα ελληνικά - αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική
- auflehnte στα ελληνικά - κατά, εναντίον, επαναστάτησαν, επαναστάτησε, εξεγέρθηκαν, επαναστατήσει, στασίασε
Τυχαίες λέξεις
Auflehnend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αηδιαστικός, επαναστατικός, επαναστατούν, επαναστατώντας, επαναστατεί, εξεγειρόμενοι, εξεγείρονται
Μεταφράσεις: αηδιαστικός, επαναστατικός, επαναστατούν, επαναστατώντας, επαναστατεί, εξεγειρόμενοι, εξεγείρονται