Λέξη: αντικειμενικός
Σχετικές λέξεις: αντικειμενικός
αντικειμενικός προσδιορισμός αξίας ακινήτων εκτός σχεδίου, αντικειμενικός ιδεαλισμός, αντικειμενικός προσδιορισμός αξίας ακινήτου, αντικειμενικός προσδιορισμός εκμίσθωσης γεωργικής γης 2012, αντικειμενικός προσδιορισμός εκμίσθωσης γεωργικής γης, αντικειμενικός προσδιορισμός εκμίσθωσης γεωργικής γης 2013, αντικειμενικός σκοπός, αντικειμενικός καταλογισμός
Συνώνυμα: αντικειμενικός
αμερόληπτος
Μεταφράσεις: αντικειμενικός
αντικειμενικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
objective, an objective, object, is an objective
αντικειμενικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
objetivo, fin, meta, blanco, objeto, objetiva, objetivo de, objetivos
αντικειμενικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angriffsziel, objektiv, bestimmung, wirklich, zweck, gegenständlich, linse, ziel, sachlich, Ziel, Zielsetzung, objektive, objektiven
αντικειμενικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réel, cible, terme, fin, arrivée, objectif, but, objective, objectifs
αντικειμενικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mira, traguardo, oggettivo, segno, obiettivo, meta, reale, bersaglio, scopo, dell'obiettivo, oggettiva
αντικειμενικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvo, fim, objetivo, objetiva, objectivo, objectiva, objectivos
αντικειμενικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honk, doelstelling, mikpunt, schietschijf, doelwit, doel, objectief, objectieve, doelstellingen
αντικειμενικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объективный, цель, объект, стремление, предметный, объектив, задача, Целью, объективная, объективным
αντικειμενικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formål, objektiv, sikte, mål, Målet, målsetting, Målsettingen, Formålet
αντικειμενικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, saklig, objektiv, målet, Syftet, målsättning
αντικειμενικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavoite, tarkoitus, puolueeton, tarkoitusperä, päämäärä, objektiivinen, maali, ampumataulu, tavoitteena, tavoitteen, tavoitetta, tavoitteeseen
αντικειμενικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hensigt, mål, objektiv, objektive, målsætning, målet
αντικειμενικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
objektivní, objektiv, účel, cíl, záměr, reálný, cílem, cíle, cílů
αντικειμενικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obiektyw, rzeczowy, przedmiotowy, obiektywowy, dopełnieniowy, cel, bezstronny, obiektywny, celem, obiektywne, celu
αντικειμενικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tárgyi, objektív, cél, célkitűzés, célja, célkitűzése
αντικειμενικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gerçek, niyet, objektif, nesnel, hedef, amaç, amacı, hedefi
αντικειμενικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
об'єктивний, мета, ціль, мету, меті, на меті
αντικειμενικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qëllim, objektiv, Objektivi, objektive, Objektivi i
αντικειμενικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обективен, цел, обективна, обективни, обективно
αντικειμενικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мэта, мэту
αντικειμενικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eesmärk, objektiiv, eesmärgi, eesmärki, objektiivsete, objektiivsed
αντικειμενικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
objektivan, realan, stvaran, cilj, objektivni, je cilj, objektivna
αντικειμενικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Markmið, Markmiðið, markmiði, hlutlæg, Tilgangur
αντικειμενικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taikinys, tikslas, tikslo, tikslą, objektyvus, siekiama
αντικειμενικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērķis, objektīvs, mērķi, mērėis, objektīvi
αντικειμενικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цел, целта, објективен, објективни, објективна
αντικειμενικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obiectiv, obiective, obiectivul, obiectivă, obiectivului
αντικειμενικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
objektivní, cilj, Namen, objektivna, cilja
αντικειμενικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
účel, názorný, cieľ, cieľom, cieľa, ciele
Τυχαίες λέξεις