Λέξη: καθολικός

Σχετικές λέξεις: καθολικός

καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός ετυμολογία, καθολικός καθεδρικός ναός αγίου διονυσίου αρεοπαγίτη, καθολικός καρκίνος, καθολικός χριστιανισμός, καθολικός άνθρωπος

Συνώνυμα: καθολικός

σφαιρικός, ευρύς, γενικός

Μεταφράσεις: καθολικός

καθολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catholic, Catholic, global, universal, a Catholic, a universal

καθολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
católico, Católica, católicos, Catholic, catolicos

καθολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
katholisch, Katholik, katholischen, katholische

καθολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
libéral, universel, catholique, éclectique, catholiques, est catholique, Catholic, ce est catholique

καθολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cattolico, cattolica, cattolici, Catholic, cattoliche

καθολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
católico, Católica, catholic, catholicism, católicos

καθολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katholiek, Katholiek, katholieke, katholicisme, Catholic

καθολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
католичка, католик, католический, католическая, католической, католическое

καθολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katolske, katolsk, Catholic

καθολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katolska, katolsk, Catholic, Katolik

καθολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katolinen, yleinen, moninainen, Catholic, katolinen Ammatti, katolisen

καθολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katolsk, katolske, Catholic, katolik

καθολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všeobecný, katolický, všestranný, katolík, katolická, katolíka, Katolické

καθολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uniwersalny, katolik, katolicki, katolicka, catholic, katolickie

καθολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katolikus, Catholic, a katolikus, római katolikus

καθολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katolik, Catholic, Katoliklik, Katolik bir

καθολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
католицький, католицька, католицького, Католический

καθολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katolik, katolike, katolikë, besimit katolik, catholic

καθολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
католически, католик, католическата, католическа, Католическия

καθολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каталіцкі, каталіцкая

καθολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katoliiklik, tolerantne, katoliku, kõikehõlmav, katoliiklane, Catholic, katoliikliku

καθολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katolici, katolički, katolička, katoličkih, katolik, Katolička, katoličke, katoličko

καθολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaþólskur, Catholic, kaþólska, kaþólsku, kaþólsk

καθολικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
catholicus

καθολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko

καθολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katoļu, katoliskāk, Katolis, Catholic

καθολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
католичка, Католичката, католичкиот, католички, католик

καθολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
catolic, catolică, Catolice, Catolica, Catholic

καθολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katolík, Katoliška, katoliški, catholic, katoliško, Katolik

καθολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katolík, katolícky, Rímskokatolícky, Katolický, katolícka, katolíckej
Τυχαίες λέξεις