Aufrechterhaltung στα ελληνικά

Μετάφραση: aufrechterhaltung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντήρηση, εμμονή, διατήρηση, διατηρώντας, τη διατήρηση, η διατήρηση, διατήρησης
Aufrechterhaltung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufrecht στα ελληνικά - τίμιος, δοκάρι, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
  • aufrechterhaltend στα ελληνικά - Διατηρώντας, Η προάσπιση, προάσπιση, Η υπεράσπιση, Διατήρηση της
  • aufregen στα ελληνικά - ταραγμένος, αναστατώνω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
  • aufregend στα ελληνικά - συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Τυχαίες λέξεις
Aufrechterhaltung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντήρηση, εμμονή, διατήρηση, διατηρώντας, τη διατήρηση, η διατήρηση, διατήρησης