Aufwand στα ελληνικά

Μετάφραση: aufwand, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόστος, έξοδα, πολυτέλεια, προσπάθεια, κοστίζω, πολυτελής, δαπάνη, δαπάνες, έξοδο, βάρος
Aufwand στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufwallung στα ελληνικά - ξέσπασμα, έκρηξη, το ξέσπασμα, ξεσπάσματος, ξέσπασμά
  • aufwallungen στα ελληνικά - ξεσπάσματα, εκρήξεων, ανατάσεων
  • aufwartefrau στα ελληνικά - καθαρίστρια, παραδουλεύτρα, ξενοδουλεύτρα
  • aufwartung στα ελληνικά - παρουσία, αναμονή, περιμένει, περιμένουν, αναμονής, περιμένοντας
Τυχαίες λέξεις
Aufwand στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόστος, έξοδα, πολυτέλεια, προσπάθεια, κοστίζω, πολυτελής, δαπάνη, δαπάνες, έξοδο, βάρος